- παλιμπετές
- παλιμπετήςfalling backmasc/fem voc sgπαλιμπετήςfalling backneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλιμπετής — παλιμπετής, ές (ΑΜ) αυτός που έχει πέσει προς τα πίσω αρχ. 1. παλίνδρομος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) παλιμπετές πίσω πάλι («ἐπὶ νῆας ἐέργε παλιμπετές», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πετής, που κατ άλλους συνδέεται με το ρ. πίπτω, ενώ κατ άλλους με… … Dictionary of Greek
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale